- νεωτερικῆς
- νεωτερικόςnatural to a youthfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Μπαρλάς, Φαίδρος — (Αθήνα 1925 – 1975). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης, γιος του Τάκη Μπαρλά (βλ. λ.). Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε διάφορες ημερήσιες αθηναϊκές εφημερίδες, γράφοντας, κυρίως, βιβλιοκριτικές. Παράλληλα έγραψε ποιήματα (ανήκει στους ποιητές της… … Dictionary of Greek